Home / Ειδήσεις / Ο Ντόναλντ Τραμπ νικά τον κοροναϊό αλλά τώρα ξεκινά τη δύσκολη μάχη της ανατροπής στις εκλογές

Ο Ντόναλντ Τραμπ νικά τον κοροναϊό αλλά τώρα ξεκινά τη δύσκολη μάχη της ανατροπής στις εκλογές

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπήκε σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία με τους καλύτερους όρους. Για την ακρίβεια ξεκίνησε να δίνει τη μάχη για τη δεύτερη τετραετία στον Λευκό Οίκο έχοντας χάσει αυτό που θα ήταν το βασικό του πλεονέκτημα στην εκλογική κούρσα: το γεγονός ότι μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι η προεδρία του ήταν μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης για τις ΗΠΑ, όχι πολύ έντονης αλλά σίγουρα καλύτερης π.χ. από την κατάσταση στην Ευρώπη, όπως και σημαντικής υποχώρησης της ανεργίας.

Αντίθετα, ο Τραμπ βρέθηκε αντιμέτωπος με μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση, αυτή της πανδημίας, που μάλιστα στις ΗΠΑ πήρε ιδιαίτερα τραγικά χαρακτηριστικά, εξαιτίας συσσωρευμένων κοινωνικών ανισοτήτων και του γεγονότος ότι εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν ουσιαστικά πλήρη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, οδηγώντας σε πάνω από 200.000 νεκρούς, με την πανδημία να είναι ακόμη σε εξέλιξη.

Πλάι σε αυτό ο Τραμπ βρέθηκε αντιμέτωπος με μια μεγάλη οικονομική κρίση και μια αύξηση της ανεργίας. Σε όλα αυτά προστέθηκε και το χωρίς προηγούμενο κύμα διαμαρτυριών με αφορμή τη δολοφονία από αστυνομικό του Τζορτζ Φλόιντ, που ήρθε να υπογραμμίσει ότι οι ΗΠΑ κάθε άλλο παρά έχουν ξεμπερδέψει με το ρατσισμό.

Όλα αυτά διαμόρφωσαν ένα τοπίο πιο δύσκολο για τον αμερικανό Πρόεδρο. Και το τοπίο έγινε ακόμη πιο δύσκολο από το γεγονός ότι την ώρα που ξεκινούσε έναν πραγματικό μαραθώνιο εμφανίσεων και παρεμβάσεων στην τελική ευθεία για τις εκλογές, διαγνώστηκε με τον κορωναϊό, κάτι που δυσκολεύει την προεκλογική του μάχη, εφόσον είναι ερώτημα τι θα προλάβει να κάνει όταν αναρρώσει, πέραν της αβεβαιότητας που ούτως ή άλλως δημιουργεί το γεγονός ότι νόσησε.

Ο ξεχωριστός χαρακτήρας των αμερικανικών εκλογών

Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές οι αμερικανικές εκλογές δεν κρίνονται με τον τρόπο που συχνά κρίνονται οι εκλογές σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Το γεγονός ότι ο πρόεδρος δεν εκλέγεται στη βάση της λαϊκής ψήφου αλλά με βάση το αρχαϊκό σύστημα των εκλεκτόρων, έχει οδηγήσει σε περιπτώσεις όπου ο υποψήφιος που έχει το μεγαλύτερο μερίδιο της λαϊκής ψήφου, να μην εκλέγεται πρόεδρος. Για την ακρίβεια, αυτό ακριβώς έγινε το 2016: Η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε τη λαϊκή ψήφο, παίρνοντας σχεδόν τρία εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ, όμως το τελευταίος κατάφερε να κερδίσει μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων.

Αυτό σημαίνει ότι το βάρος στους υποψήφιους δεν πέφτει μόνο στη γενική απήχηση που έχουν αλλά και στη δυναμική που θα έχουν σε συγκεκριμένες Πολιτείες που κρίνουν το αποτέλεσμα.

Και αυτό περνάει μέσα από έναν πολύ προσεκτικό υπολογισμό των δημογραφικών χαρακτηριστικών των ψηφοφόρων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ είναι ούτως ή άλλως αρκετά πολωμένες. Για παράδειγμα είναι δεδομένο ότι οι Δημοκρατικοί υπερτερούν στη γυναικεία ψήφο, στην ψήφο των Μαύρων, στη ψήφο όσων έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση, σε σημαντικό μέρος των Ισπανόφωνων, στους πιο νέους ψηφοφόρους. Οι Ρεπουμπλικάνοι υπερτερούν παραδοσιακά στην ψήφο των λευκών, των ανδρών, όσων δεν έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση, των πιο ηλικιωμένων και των πιο θρησκευόμενων.

Ωστόσο, το εάν κάθε υποψήφιος θα μπορέσει να βελτιώσει τις επιδόσεις του ακόμη και σε ομάδες στις οποίες παραδοσιακά δεν είναι πλειοψηφικός, μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε κρίσιμες Πολιτείες. Αυτό εξηγεί την προσπάθεια των Ρεπουμπλικάνων να απευθυνθούν στις νεώτερες γενιές μαύρων και ισπανόφωνων, ή την προσπάθεια διεύρυνσης της απήχησης στην ψήφο των γυναικών χωρίς πτυχίο κολεγίου. Αντίστοιχα, τα κόμματα σπεύδουν πάντα να οχυρώσουν και τη δική τους εκλογική βάση. Ενδεικτική από αυτή την άποψη η επιλογή του Τραμπ να προτείνει μια βαθιά θρησκευόμενη δικαστή για το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το προβάδισμα Μπάιντεν και η προσπάθεια Τραμπ να καλύψει το χαμένο έδαφος

Με την προεκλογική εκστρατεία να ξεκινάει εν μέσω της πανδημίας και με την οικονομία να υποχωρεί κατακόρυφα, ο Μπάιντεν μπόρεσε να αποκτήσει ένα δημοσκοπικό προβάδισμα που το έχει διατηρήσει, παρότι δεν είναι ιδιαίτερα χαρισματικός στην

επικοινωνία, ούτε γεννά τον ενθουσιασμό που π.χ. ενέπνεε στους υποστηρικτές του ο Μπέρνι Σάντερς. Όμως φάνηκε ότι κέρδιζε από τη δυσαρέσκεια για την οικονομία, για την πανδημία αλλά και για τον ρατσισμό.

Σε αυτό ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι ο Τραμπ έκανε διάφορες όχι απαραίτητα συνεκτικές δηλώσεις σε σχέση με την πανδημία, φτάνοντας μέχρι του σημείου να φαίνεται ότι αμφισβητεί τους ειδικούς, κάτι που το εκμεταλλεύτηκαν οι Δημοκρατικοί.

Βέβαια, από την άλλη σε πείσμα μιας τάσης να θεωρείται ο Τραμπ απλώς «αλλοπρόσαλλος» και οι δικές του δηλώσεις είχαν μια στοχοθεσία: να απευθυνθεί σε όλους εκείνους τους αμερικανούς που δυσπιστούν απέναντι στα περιοριστικά μέτρα ή ανησυχούν για τον κίνδυνο μιας κατάρρευσης της οικονομίας εξαιτίας των μέτρων.

Ο Τραμπ από τη μεριά του σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία έχει μέχρι τώρα εμφανιστεί χωρίς να έχει μια στοχευμένη στρατηγική που να μπορεί να πετύχει συσπείρωση ανάλογη με αυτή του 2016.

Τότε είχε επικεντρώσει σε συγκεκριμένες αιχμές: Είχε προβάλει το “Make America Great Again” και είχε επενδύσει σε αυτή την εθνικιστική ρητορική. Είχε δώσει μεγάλο βάρος στην αντιμεταναστευτική πολιτική και στην ανάγκη για ένα τείχος στα σύνορα. Είχε υποστηρίξει την ανατροπή του Obamacare. Και βέβαια είχε φτιάξει μια εικόνα του εαυτού του ως του υποψηφίου που ήταν «έξω από το κάδρο» και δεν προερχόταν από τους διαδρόμους της εξουσίας.

Τώρα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα: δεν έχει ένα ανάλογο «θετικό» πρόταγμα και η εικόνα επιθετικότητας στο πρώτο debate μάλλον του στοίχισε δημοσκοπικά. Είναι και αυτός πλέον τμήμα του «κατεστημένου» της Ουάσιγκτον και κυρίως δεν έρχεται να καταθέσει μια πρόταση, αλλά τον αντιφατικό απολογισμό των πεπραγμένων του. Εξ ου και η προσπάθειά του, πριν νοσήσει, να καλύψει το χαμένο έδαφος με έναν μαραθώνιο παρουσιών που θα προσπαθούσε να επανασυσπειρώσει το ακροατήριό του, είτε γύρω από τον απολογισμό της θητείας του, είτε γύρω από τα συντηρητικά αντανακλαστικά απέναντι στις κοινωνικές διαμαρτυρίες.

Η άγνωστη παράμετρος της ασθένειας

Το πώς θα επηρεάσει η ασθένεια του Τραμπ την προεκλογική εκστρατεία είναι κάτι που θα φανεί. Ο ίδιος ο Τραμπ δείχνει να προσπαθεί να μετατρέψει την ασθένειά του, ιδίως εάν υπάρξει ταχεία ανάρρωση σε επιχείρημα υπέρ του: για να δείξει ότι γνωρίζει την εμπειρία αλλά και ότι είναι η απόδειξη ότι έχει υπάρξει πρόοδος στην αντιμετώπιση. Εξ ου και η σπουδή για την έξοδό του από το νοσοκομείο. Άλλωστε είναι προφανές ότι στο επιτελείο του εκτιμούν ότι ένας Πρόεδρος που αναρρώνει γρήγορα και επιστρέφει στη μάχη ταυτόχρονα κερδίζει συμπάθεια αλλά και εμπνέει εμπιστοσύνη. Βεβαίως, από την άλλη υπάρχει το γεγονός ότι οι αντίπαλοι του χρησιμοποιούν το ίδιο το γεγονός ότι νόσησε ως απόδειξη των κινδύνων από την υποτίμηση της βαρύτητας της επιδημίας και τελικά ως απόδειξη της αποτυχημένης πολιτικής του.

Τι από τα δύο θα μετρήσει περισσότερο στο εκλογικό σώμα, θα φανεί το αμέσως επόμενο διάστημα.

Πάντως το μήνυμα που θέλησε να στείλει με το tweet που ανακοίνωσε το εξιτήριό του είχε σαφείς αιχμές: Ότι επί της διακυβέρνησής του βρέθηκαν φάρμακα και γνώση. Ότι δεν πρέπει υπάρχει το γενικευμένο κλίμα φόβου για τον Covid. Ότι δεν πρέπει να κυριαρχήσει η πανδημία στη ζωή των κοινωνιών. Ξέρει ότι θα δεχτεί κριτική για αυτά, αλλά ξέρει ότι θα υπάρξει και ένα κομμάτι που θα ακούσει αυτά τα μηνύματα.

Πηγή

About ingr