Προέχει η ανακούφιση των τραυμάτων. Η εκδίκαση των υποθέσεων που προέκυψαν ή ίσως προκύψουν. Στο μεταξύ όμως, τα όσα επώδυνα ακούγονται εσχάτως από τον καλλιτεχνικό χώρο μεταδίδονται από κανάλια, εφημερίδες και ραδιόφωνα, που ίσως αντιμετωπίζουν μια ευθύνη πρωτοφανή. Πώς καλείται λοιπόν να αλλάξει και τι πρέπει να κρατήσει σταθερό η πολιτιστική δημοσιογραφία εν μέσω του ελληνικού #MeToo; Πόσο απαραίτητες είναι πλέον οι ιεραρχίες που διαχωρίζουν τους καλλιτέχνες σε δημοφιλείς, ανερχόμενους και άσημους; Οφείλουν οι δημοσιογράφοι να ερευνούν τι συμβαίνει στα παρασκήνια παραστάσεων και οργανισμών όταν γράφουν μια καλλιτεχνική κριτική; Και πώς πρέπει να διαχειρίζονται τις φήμες και τις ανώνυμες καταγγελίες μακριά από λογικές κλειδαρότρυπας και στοχοποίησης, αλλά χωρίς να αγνοείται ο λόγος των ανώνυμων θυμάτων;
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣΚαθηγητής, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ Τα είδωλα της καλλιτεχνικής ζωής που αποκαθηλώνονται εξαιτίας αποκαλύψεων για σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση πληθαίνουν καθημερινά. Η προ ετών αμφισβήτηση του καλλιτεχνικού δυτικού κανόνα των «μεγάλων λευκών ανδρών» αφορούσε δημιουργούς που είχαν από καιρό αποδημήσει εις Κύριον. Η αίγλη και η υστεροφημία τους δεν επισκιάστηκαν ούτε από κάποιους ενοχλητικά αποκαλυπτικούς βιογράφους. Οι «μεγάλοι λευκοί (και μη λευκοί) άνδρες» που αποκαθηλώνονται στις μέρες μας, όμως, είναι ακόμη ζωντανοί και, μη έχοντας το ελαφρυντικό της αποδημίας, υφίστανται τη δημόσια αποδοκιμασία ή, ακόμα, την απειλή ποινικών διώξεων. Η πολιτιστική δημοσιογραφία δεν πρέπει να επιδοθεί σε σκανδαλοθηρία ή να ενδυθεί τον ρόλο του ανακριτή ή του δικαστή. Ούτε όμως και να χαμηλώσει το βλέμμα σε μια στάση αμήχανης ευπρέπειας ή «ευγενικής τυφλότητας». Τη δεκαετία του 1980, η πολιτιστική δημοσιογραφία υπερασπίσθηκε τον Χατζιδάκι, τον Ιόλα και τον Τσαρούχη από τις χυδαίες επιθέσεις της «Αυριανής». Σήμερα το ζητούμενο είναι η υπεράσπιση των καλλιτεχνών από τη χυδαιότητα ορισμένων επωνύμων, η υπεράσπιση εντέλει της τέχνης ως ηθοποιίας και όχι ως υποκρισίας. Τα φώτα της ράμπας δεν πρέπει να κρύβουν τους λύκους της κουίντας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑΚριτικός θεάτρου Είναι σαφώς εξαιρετικά δυσάρεστη η θέση στην οποία περιέρχεται μία κριτικός θεάτρου, όταν καλείται να αποφανθεί για μια παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί ή/και σκηνοθετεί ένα πρόσωπο που έχει εξαγριώσει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», όπως συμβαίνει την τρέχουσα περίοδο αναφορικά με ορισμένους καλλιτέχνες του θεατρικού χώρου. Η κακοποίηση είναι ασυγχώρητη και καταδικαστέα σε όλες τις εκδοχές της. Και η κριτικός είναι μέλος της κοινωνίας, οπότε θα ήταν άδικο να της ζητούμε να μην επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν γύρω της. Oμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει η επαγγελματική υπόστασή της. Η κριτικός δεν είναι όργανο της Δικαιοσύνης αλλά της αισθητικής (αν πρέπει ντε και καλά να είναι όργανο κάποιας ανώτερης αρχής). Μπορεί να κατακρίνει οποιοδήποτε αισθητικό τερατούργημα, αρκεί αυτό να λαμβάνει χώρα ενώπιον των θεατών ενός θεάτρου. Με άλλα λόγια, δεν δικαιούται να κρίνει την ηθική υπόσταση ενός καλλιτέχνη, οφείλει να αξιολογεί τη δουλειά ενός καλλιτέχνη επί σκηνής και όχι το ήθος που (δεν) ποιεί εκτός σκηνής. Eχει βέβαια στη διάθεσή της ακόμη μία επιλογή, κατά τη γνώμη μου την καλύτερη: να απόσχει από την παρακολούθηση αυτής της παράστασης. Να αρνηθεί να προσδώσει με το κείμενό της οποιαδήποτε αξία στο καλλιτεχνικό προϊόν του εν λόγω προσώπου. Η αποχή είναι πολλές φορές η καλύτερη «κριτική»… Και είναι ένα πολύτιμο όπλο στη διάθεση όχι μόνον του κριτικού αλλά και του κοινού.
ΖΩΗ ΒΕΡΒΕΡΟΠΟΥΛΟΥΕπίκουρη καθηγήτρια, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ ΑΠΘ, κριτικός θεάτρου
Αν και με διαφορετικό τρόπο, πρώτα η πανδημία και τώρα το εγχώριο #MeΤoo έφεραν τη δημοσιογραφία του πολιτισμού –και πιο πολύ τη θεατρική δημοσιογραφία και κριτική– αντιμέτωπη με πρωτοφανείς προκλήσεις και, συνακόλουθα, με την ανάγκη ανανοηματοδότησης και αναθεώρησης του αντικειμένου, των εργαλείων και του ρόλου της. Eγιναν οδυνηρά ορατές οι πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις της, δοκιμάστηκαν η νηφαλιότητα και το ήθος της, ενώ ο όρος «καλλιτεχνικό γεγονός» έχασε οριστικά την (όποια) αθωότητά του. Ζοφερές ιστορίες κακοποίησης και παρενόχλησης από τον χώρο του θεάματος έρχονται πλέον μαζικά στο προσκήνιο, ενεργοποιώντας ένα είδος «πολιτιστικής δημοσιογραφίας του τραύματος», αν μπορούμε να το πούμε έτσι, που δίνει φωνή στα θύματα και αποκαλύπτει άβολες αλήθειες, συγχρόνως όμως έχει να σκεφτεί σοβαρά την προστασία του μάρτυρα από τις ηδονοβλεπτικές τάσεις του κοινού και από την επανάληψη του τραύματος μέσω της δημόσιας εξομολόγησης. Πιστεύω πως, τώρα περισσότερο από ποτέ, η δημοσιογραφία του πολιτισμού καλείται να ξεχωρίσει τα σημαντικά και στο σωστό τους μέγεθος, να ανασχεδιάσει τη δεοντολογία της, να αποδείξει το εύρος των ορίων και των δυνατοτήτων της. Δύο πυλώνες αξίζει να ενισχύσει ώστε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων: το ερευνητικό πολιτιστικό ρεπορτάζ και τις κριτικές αναλύσεις, που υπερβαίνουν το συγκεκριμένο για να εξετάσουν τα βαθύτερα φαινόμενα. Μόνο έτσι θα παραμείνει πολιτιστική, πολιτισμένη και, κυρίως, δημοσιογραφία.
ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗΔημοσιογράφος, κριτικός θεάτρου
Η τρέχουσα ζοφερή επικαιρότητα προτάσσει το ερώτημα αν ο δημοσιογράφος και ο κριτικός οφείλουν να γράφουν συνυπολογίζοντας τις πληροφορίες που έχουν για το τι συμβαίνει στα παρασκήνια οργανισμών και παραστάσεων. Το ζήτημα είναι σύνθετο και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αφορισμούς. Οπωσδήποτε, η δημοσιογραφία πρέπει να «ελέγχει την εξουσία», ιδίως όταν αφορά κρατικούς οργανισμούς και πρόσωπα που διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα. Είναι ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα, για παράδειγμα, το γεγονός ότι αυτή την περίοδο την πολιτιστική παραγωγή «ελέγχουν» δέκα άτομα (καλλιτέχνες οι περισσότεροι) ως διευθυντές οργανισμών, μέλη κριτικών επιτροπών, δημιουργοί οι ίδιοι καλλιτεχνικών έργων. Δυστυχώς λείπουν άρθρα που να τολμούν να ασκούν κριτική σε τέτοιου είδους στρεβλώσεις και «εξαναγκασμένες» σχέσεις στην πολιτιστική αγορά. Ως προς την τεχνοκριτική, τα πράγματα διαφέρουν. Το έργο τέχνης μπορεί να κριθεί βάσει αισθητικών κριτηρίων, βάσει των όρων που το ίδιο επιβάλλει και μόνο. Μπορεί να γνωρίζω στοιχεία αρνητικά για τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά ενός διευθυντή κρατικού θεάτρου και για τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά του, αλλά δεν θα επιτρέψω να επηρεάσουν την κριτική μου για την παράστασή του. Oσο για τη διαχείριση φημών, καταγγελιών κ.λπ., σαν αυτές τις ζοφερές που βγήκαν στο φως τις τελευταίες μέρες, οι παλιοί καλοί κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας παραμένουν έγκυροι και μπορούν να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους από λογικές «κλειδαρότρυπας» και στοχοποίησης πρόσωπων. Αρκεί να τους σέβονται και οι διευθυντές των μέσων, οι οποίοι καθορίζουν τη γραμμή που θα ακολουθηθεί σε περιπτώσεις έκτακτες, όταν παρεισφρέουν παράγοντες κοινωνικοοικονομικοί και νοσηρές νοοτροπίες εμπεδωμένες στον καλλιτεχνικό χώρο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.