Αγαθή τύχη. Προκήρυξις βραβείου.

«Ποία και πόσα είναι τα κακά, όσα προξένησαν και έτι προξενούσιν εις το δυστυχές ημών γένος οι περισσότεροι των αρχιερέων, από Φωτίου του πατριάρχου μέχρι της σήμερον; Ποίοι δε υπάρχουσιν οι κύριοι τρόποι, δι’ ων είναι δυνατόν να καταργηθή διόλου ο πανώλεθρος και φρικτός δεσποτισμός των αναξίων διαδόχων του φιλανθρώπου Ιησού και σωτήρος;».

Περιοδικό «Μέλισσα», Παρίσι, Απρίλιος 1821

Εάν τα αιματηρά γεγονότα στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον δεν εκτόπιζαν κάθε άλλο θέμα από τα εγχώρια πρωτοσέλιδα, αδιαμφισβήτητα το πρόσφατο «αντάρτικο» της Ιεράς Συνόδου θα κυριαρχούσε ολοκληρωτικά. Δύο επισημάνσεις προτού περάσουμε στην ουσία. Κατά πρώτον, αυτή η «θεόσταλτη» εκτόπιση δείχνει να βολεύει τόσο την πλευρά της Εκκλησίας όσο και την πλευρά της Πολιτείας· αμφότερες – σε ρητορικό επίπεδο, τουλάχιστον – ομνύουν στην εκτόνωση, τη συμφιλίωση και το (προσχηματικό;) δόγμα: «Να τα βρούμε κάπου στη μέση». Κατά δεύτερον, παρέχει την ευχέρεια σε κάθε πλευρά να ισχυριστεί πως υποχώρησε «η άλλη». Ανεξαρτήτως λοιπόν  εάν συντασσόμαστε με όσους πιστεύουν ότι η Εκκλησία έκανε ένα βήμα πίσω ή η Πολιτεία, όλοι από κοινού μοιραζόμαστε την αίσθηση ότι Εκκλησία και Πολιτεία κάθονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οπως ρωτούσε κι ένας από τους ήρωες στο Safe Sex (1999) των Ρέππα – Παπαθανασίου, απευθυνόμενος σε μια νοσοκόμα: «Αδελφή, ο φίλος μας κατάπιε είκοσι υπνωτικά χάπια· είναι κακό αυτό;». Για να λάβει την αποστομωτική, αν και κάπως βαριεστημένη απάντησή της: «Ε, δεν είναι και καλό».

Η ταραχώδης συμβίωση της Πολιτείας με την Εκκλησία προϋπήρχε της πανδημίας (θα προσθέταμε μακάβρια: προϋπήρχε και της προηγούμενης, καθώς και της προ-προηγούμενης πανδημίας), αλλά ήταν η τελευταία πανδημία που την έφερε πάλι στο προσκήνιο τόσο προκλητικά και απροσχημάτιστα. Βλέπετε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Πολιτεία και η Εκκλησία δεν βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα πρόβλημα που άφηνε αδιάφορους πολλούς από εμάς – όπως η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες (λιγότερο) ή η μισθοδοσία των ιερωμένων από τον δημόσιο κορβανά (ακόμη λιγότερο) – αλλά με ένα πρόβλημα «ζωής και θανάτου» όλων μας: την προστασία της δημόσιας υγείας, άρρηκτα συνδεδεμένης με τις αντοχές του συστήματος υγείας… Δεν νομίζω ότι θα ξεσηκωνόταν τόσο μένος εναντίον των αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου, εάν το ποίμνιό της πήγαινε στις εκκλησίες όσο συχνά ήθελε (εδώ είχαμε και υπουργό, κατά το πρώτο lockdown, που δήλωσε ότι είχε πραγματικά λαχταρήσει (sic) μια καλή θεία λειτουργία), αρκεί να περιοριζόταν κατόπιν σ’ ένα «κλειστό κέντρο φιλοξενίας» – Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! – και να ερχόταν αποκλειστικά σε επικοινωνία με τους υπόλοιπους αμνούς. Ωστόσο, από τη στιγμή που καμία δημοκρατική Πολιτεία -και ορθώς, ορθότατα! – δεν θα έπαιρνε ένα τόσο απάνθρωπο προληπτικό μέτρο και το πλήρωμα της Εκκλησίας θα συγχρωτιζόταν ανεμπόδιστα με τα άλλα πληρώματα – αλλόθρησκα, άθρησκα κ.ο.κ. – τότε, sorry guys, δικαίωμα γνώμης θα έπρεπε να έχουν και όσοι από εμάς τους χοντροκέφαλους δεν θεωρούσαν ότι φορούσαν a priori κάποιο μεταφυσικό αλεξίσφαιρο.

Πέρα από την πλάκα, αυτή η ανελέητη, χωρίς διακρίσεις, επί «δικαίων και αδίκων» επιδρομή του κορωνοϊού έδινε και στους ιεράρχες την ανεπανάληπτη ευκαιρία να επικαλεστούν τις καθολικές επιπτώσεις της «οργής του Θεού» – τυχαία, νομίζετε, την αποκαλούμε «θεομηνία»; – και να αποδεχτούν όλα τα μέτρα της Πολιτείας, χωρίς αστερίσκους και τσιριμόνιες. Αληθεύει πράγματι ότι οι πιο καλλιεργημένοι, οι πιο ευπροσάρμοστοι ή οι πιο επιτήδειοι (διαλέγετε ελεύθερα) από τους ιεράρχες αυτό ακριβώς έπραξαν: ανακάλυψαν κάποιες αληθοφανείς ή όχι και τόσο αληθοφανείς προφάσεις, κρυμμένες κάπου στα βάθη των Γραφών, και αποδέχτηκαν τις περισσότερες από τις υγειονομικές προφυλάξεις. Ακόμη όμως και τα πιο φωτεινά μυαλά ανάμεσά τους ένιωσαν την ανάγκη να θέσουν τις δικές τους «κόκκινες γραμμές»: τη θεία μετάληψη, τις ώρες λειτουργίας, τον μέγιστο αριθμό των παρευρισκομένων κ.λπ. Γιατί το έκαναν αυτό; Γιατί χρειάστηκε να προβούν σε μια δημόσια επίδειξη ισχύος που αναπότρεπτα θα ενίσχυε τη δημόσια αποδοκιμασία στις δικές τους αποφάσεις και, γενικότερα, στο δικό τους status; Ποιος εξέλεξε αυτούς τους ανθρώπους, στο φινάλε, σε ποιον λογοδοτούν και ποιος θα κληθεί αύριο να τους επιδοκιμάσει ή να τους «μαυρίσει», πότε και σε ποια κάλπη; Στην αντίπερα όχθη, ποια δύναμη – πέραν της εμφανούς ψηφοθηρικής – ώθησε την Πολιτεία να συρθεί σε ένα «παζάρι» αδιανόητο με οιονδήποτε άλλον;

Η απάντηση στη δικέφαλη απορία έρχεται από πολύ μακριά: από ένα προπατορικό αμάρτημα ή, εάν προτιμάτε, από μια προπατορική λαθροχειρία. Μιλάμε για τόσο πετυχημένο ιδεολογικό ριφιφί, ώστε ακόμη και σήμερα η Ιερά Σύνοδος αρνείται την ύπαρξή του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως ένας από τους πιο χαλκέντερους θεσμούς ελέγχου και καταστολής, υπηρέτησε πιστά και, ως επί το πλείστον, αποτελεσματικά δύο υπερεθνικούς κολοσσούς: την ανατολική ρωμαϊκή/βυζαντινή (από τον Μέγα Κωνσταντίνο κι έπειτα) και την οθωμανική αυτοκρατορία. Την εποχή των αυτοκρατοριών, μια Εκκλησία συμφιλιωμένη με την ιδέα του (όποιου) έθνους – πόσω μάλλον μια Εκκλησία που αγωνίζεται για την επικράτηση αυτής της ιδέας – είναι μια λαθροχειρία τόσο οφθαλμοφανής και μια αντίληψη τόσο αντίθετη με τα (συντριπτικά πολλά) ιστορικά τεκμήρια, ώστε κανένας στοιχειωδώς έγκριτος ιστορικός δεν είναι διατεθειμένος να τη συζητήσει στα σοβαρά. Είναι η έκβαση ενός ξετσίπωτου ιστορικού ετεροχρονισμού: μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι Πατριάρχες αναγνωρίζουν τους Οθωμανούς ως σωτήρες της Ορθοδοξίας από τους αιρετικούς Λατίνους· μετά το ξήλωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας μαθαίνουν να ξεχωρίζουν τις εθνικές ραφές και (υποχρεώνονται να) αναγνωρίσουν τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Πάντα μετά. Αλληγορικά και κυριολεκτικά: Μετά Χριστόν Προφήτες.

Ο Φιλόμουσος Ευθυφρονίδης Αθηναίος γνωρίζει ότι κανένας «φιλόπατρις Ελληνας» δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε ένα Πατριαρχείο υποταγμένο στον Σουλτάνο· γνωρίζει επίσης ότι το Φανάρι έχει ξεκινήσει έναν θανάσιμο αγώνα εναντίον των Διαφωτιστών (τα ακραία πατριαρχικά σχέδια περιλαμβάνουν μέχρι και απαγωγή του Αδαμάντιου Κοραή). Πίσω από το συνωμοτικό ψευδώνυμό του κρύβεται μάλλον ο Κωνσταντίνος-Αγαθόφρων Νικολόπουλος (1786-1841), ένθερμο μέλος των κοραϊκών κύκλων και συνεκδότης του θνησιγενούς ελληνόφωνου περιοδικού «Μέλισσα» στο Παρίσι, ένα περιοδικό με συνδρομητές σε όλη τη σκλαβωμένη πατρίδα. Στο τρίτο και τελευταίο τεύχος – κι ενόσω η επανάσταση έχει μόλις ξεσπάσει – ο Νικολόπουλος προκηρύσσει διαγωνισμό γύρω από τον ολέθριο διαχρονικό ρόλο της Εκκλησίας, από την εποχή του Φωτίου, του Πατριάρχη του πρώτου Σχίσματος. Διακόσια χρόνια αργότερα, σήμερα, η Κίνηση Ελλήνων Πολιτών για την Εκκοσμίκευση του Κράτους αναβιώνει τον διαγωνισμό στην ιστοσελίδα www.diagonismos1821.gr (δεκτές οι συμμετοχές έως το τέλος Φεβρουαρίου εφέτος) και φιλοδοξεί να πάρει όχι μία, αλλά πολλές τεκμηριωμένες απαντήσεις στο ερώτημα της «Μέλισσας» δύο αιώνες νωρίτερα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα…

Γράψτε το σχόλιό σας

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο